- πλεονάζοντα
- πλεονάζωto be morepres part act neut nom/voc/acc plπλεονάζωto be morepres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βόλβη, λίμνη — Λίμνη (73 τ. χλμ.) του νομού Θεσσαλονίκης, η δεύτερη σε έκταση της χώρας μας, στην περιοχή μεταξύ των ορέων Βερτίσκου και Βόλβης από Β και Χορτιάτη, Χολομώντα και Στρατονικού από Ν, τα νερά των οποίων συγκεντρώνει. Δέχεται επίσης τα πλεονάζοντα… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκης, νομός — Νομός (3.560 τ. χλμ., 1.057.825 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, στα Α βρέχεται από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό), στα Ν συνορεύει με τον νομό Χαλκιδικής, ενώ ένα τμήμα του βρέχεται… … Dictionary of Greek
Κηφισός — Ονομασία ποταμών της Ελλάδας. 1. Ποταμός (60 χλμ.) της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Μαυρονέρι. Πηγάζει από τους πρόποδες του Παρνασσού και καταλήγει στη βοιωτική πεδιάδα, την οποία αρδεύει. Ο Κ. δέχεται δύο παραπόταμους … Dictionary of Greek
εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως … Dictionary of Greek
παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα … Dictionary of Greek
πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… … Dictionary of Greek
Δοϊράνη λίμνη — Λίμνη (43,1 τ. χλμ.) της Μακεδονίας. Βρίσκεται στη μεθόριο με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), ΝΔ του δυτικού Μπέλες. Η επιφάνεια της λίμνης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκει στην ΠΓΔΜ, βρίσκεται 147 μ. ψηλότερα από … Dictionary of Greek
Εδεσσαίος — Ποταμός (μήκος 29 χλμ., λεκάνη απορροής 282 τ. χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, στο δυτικό άκρο του νομού Πέλλης. Αποκαλείται και Βόδας. Πηγάζει από τις νοτιοδυτικές πλαγιές του Βόρα, ΒΑ της λίμνης Βεγορίτιδας, η οποία τον τροφοδοτεί και με… … Dictionary of Greek